- γαργάλημα
- και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, οερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαργάλημα — γαργάλημα, το και γαργαλητό, το το γαργάλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαργάλιστος — και αγαργάλητος η, ο (Α ἀγαργάλιστος, ον) [γαργαλίζω] αυτός που δεν γαργαλήθηκε ή δεν επηρεάζεται από το γαργάλημα για να γελάσει αρχ. αυτός που δεν υποκύπτει στον πειρασμό, που δεν σκανδαλίζεται, ο ανεπηρέαστος … Dictionary of Greek
γαργάλεμα — το [γαργαλεύω] βλ. γαργάλημα … Dictionary of Greek
γαργάλισμα — το (Μ γαργάλισμα) [γαργαλίζω] βλ. γαργάλημα … Dictionary of Greek
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek
γαργαλητό — το [γαργαλώ] το να ερεθίζει κανείς κάποιον με γαργάλημα … Dictionary of Greek
γαργαλισμός — ο (AM γαργαλισμός) [γαργαλίζω] βλ. γαργάλημα … Dictionary of Greek
γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} … Dictionary of Greek
προγαργαλίζω — Α 1. γαργαλίζω πρωτύτερα 2. φρ. «προγαργαλίζω έμαυτόν» προετοιμάζομαι για γαργάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γαργαλίζω «γαργαλώ»] … Dictionary of Greek
υποκνίζω — ΜΑ μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.) αρχ. 1. ξύνω λίγο 2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν»,… … Dictionary of Greek